1ος Ενδοσχολικός Διαγωνισμός Ποίησης

penna-poihsh

«Παιδί μου, η ποίηση είναι ποίηση, άμα δεν την καταλαβαίνει κανείς. Άμα την καταλαβαίνουν όλοι, δεν είναι ποίηση, είναι τσιφτετέλι. Κατάλαβες;»

Ντίνος Ηλιόπουλος, 1913-2001, Έλληνας ηθοποιός

(από την ταινία «Το Δόλωμα»)

 

«Για να πατάς στέρεα στην γη, πρέπει το ένα πόδι σου να είναι έξω από την γη»

Οδυσσέας Ελύτης, 1911-1996, Νομπελίστας Ποιητής



 

Οι μαθητές του Γυμνασίου Αγίου Κωνσταντίνου Αγρινίου φαίνεται πως πατούν στέρεα στη γη, καθώς έχουν το ένα πόδι τους έξω από αυτή, στην ποίηση, όπως φάνηκε με την ολοκλήρωση του 1ου Ενδοσχολικού Διαγωνισμού Ποίησης. Ο Διαγωνισμός διεξήχθη τις προηγούμενες ημέρες με μεγάλη επιτυχία και μέσα από αυτόν πολλοί μαθητές και πολλές μαθήτριες του σχολείου μας ανακάλυψαν το κρυμμένο τους ταλέντο και βρήκαν έναν άλλο ? πιο υψηλό και σπουδαίο ? τρόπο έκφρασης.

Παρακάτω ανθολογούνται τα ποιήματα που συμμετείχαν στον διαγωνισμό.

«Λήθη»

Βυθίζομαι στο κενό

Πνίγομαι στην άδεια σφαίρα του μυαλού μου

Η άβυσσος ξεδιπλώνεται στα τρύπια, άψυχα μάτια μου

Όλα φαντάζουν τόσο αδύναμα, εύθραυστα

Ο ουρανός, μέσα στις φλόγες

Η λίμνη ζωντανή, μα νεκρή

Ο όμορφος κύκνος αποχαιρετά με το τελευταίο του άσμα

γλυκιά μελωδία βιολιού

Θανάσιμοι χτύποι ρολογιού

Σημαίνουν το τέλος

και του θανάτου το γλυκό ποτήρι

Όλα κείτονται αδύναμα

Όλα κείτονται ξεχασμένα

Κι εγώ βυθίζομαι στο κενό

Χάνομαι στο χάσμα του ονείρου και της πραγματικότητας

Η ψυχή μου: Το κουτί της Πανδώρας

Παραφρονώ

Με βασανίζει τυφώνας σκέψεων, μα,

αδειάζω.

Κείτομαι ξεχασμένη στο κενό ετούτο

Αποδέχομαι τη δύναμη της λήθης

Σε ξεχνούν και εσύ μόνος και άδειος

Πνίγεσαι στο κενό και την άγνοια

Ψάχνεις την υπεκφυγή

Ξεθωριάζεις

Και τελικά, παραδίνεσαι στη λήθη

Η δύναμή σου εξαρτάται από αυτήν

Φοβάσαι

Φοβάσαι τον χρόνο

Φοβάσαι την μνήμη

Φοβάσαι την λήθη

Β.Σ.

«Πάλεψε»

Λένε οι άνθρωποι δεν αλλάζουν

Είναι φανερό

Αν προσπαθήσεις όμως

Θα τα καταφέρεις ?έστω και λίγο-

αυτό πιστεύω εγώ

Δεν έχεις πίστη μέσα σου

και αυτό είναι λογικό

Πάλεψε όμως

και θα δεις ότι το όνειρό σου αυτό

θα βγει αληθινό

 Μ.Χ.

«Χωρίς τίτλο»

Την ζωή οι νεκροί την λησμονούν

ολημερίς κλαίνε και πονούν

πίσω να γυρίσουν

άσπρη μέρα να μην ιδούν

μαζί με τους δικούς τους

μέρες χαράς να ζήσουν.

Κρυστάλλινο νερό να πιούν

και με φως την καρδιά τους

να γεμίσουν

μιας και οι λύπες τους

δεν λένε να αποχωρήσουν.

Στην άλλη άκρη οι ζωντανοί

κλαίνε εδώ και εκεί

ελπίδα αντάμωσης ζητούν

με αυτούς που έφυγαν πριν πουν

ένα αντίο από την ζωή που αποχωρούν

Αφόρητη η λύπη

μιας και η αγάπη

τόσο τους λείπει.

 Γ.Σ.

«Η ομορφιά της ζωής»

Ομορφιά στη ζωή είναι ένα θλιμμένο ηλιοβασίλεμα

Ομορφιά στη ζωή είναι ο ήλιος που βγαίνει από τα σύννεφα

Ομορφιά στη ζωή είναι κάθε πόλεμος να σταματάει

Ομορφιά στη ζωή είναι κανένα παιδί να μην πεινάει

Ομορφιά στη ζωή είναι να ζούμε αισιόδοξα και ειρηνικά

Χωρίς προβλήματα ποτέ ξανά

Ν.Τ.

«Χωρίς τίτλο»

Πολλές φορές μπορεί να κλαις

μα τους λόγους δεν τους λες

Ντρέπεσαι να ζητήσεις αυτό που θες

τον καημό σου δεν τον λες!

Άλλες φορές γελάς πολύ

σαν να είσαι μικρό παιδί

που σου ?χουν φέρει μπλούζα βυσσινί

που την ήθελες πολύ!

Β.Κ.

«Η Νοσταλγία»

Σα θες στο χωριό αυτό

κάτοικος να γένεις

καλότυχος θα ?σαι στη ζωή

σ? όλη την οικουμένη

Ωσάν θα ?ρθεις μεσάνυχτα

στο μαύρο το σκοτάδι

το φως μες στα σπιτάκια του

θα φέγγει σαν φανάρι

Σαν θέλεις να έρθεις το πρωί

στου ήλιου την ανατολή

βρύσες πλατάνια

θα σε καλωσορίζουν

Μα και αν ακόμα δεν σταθεί

στην μοίρα σου που υφαίνει

να μείνεις μες στον τόπο αυτό

όπου η καρδιά προσμένει

Κράτα κρυφά σαν φυλαχτό

τούτη την νοσταλγία

και ζήσε μια ζωή μακρά

γεμάτη ευτυχία.

Α.Π.



«Η καινούρια μέρα» 

Σαν η καινούρια μέρα ξεκινά

λάμπει ο ήλιος και γελά

ψηλά τα σύννεφα πετούν

κι όλα τα παιδιά ξυπνούν

Με χαρά και με λαχτάρα

μα και λύπη και θυμό

όλοι καταφθάνουν

στο μικρό σχολειό

Γράμματα να μάθουνε

να παίξουν, να γελάσουνε

χαβαλέ να κάνουνε

αλλά και να διαβάσουνε

Το κουδούνι περιμένουν

όλα τα παιδιά

για να τρέξουνε, να φύγουνε,

να πάνε μακριά

Στις αλάνες να χυθούνε

τηλεόραση να δούνε

να χορέψουν και να παίξουν

και να δούνε ποιοί θα αντέξουν

Κι όταν έχουν κουραστεί

ο ήλιος έχει πια χαθεί

το φεγγάρι πλέον λάμπει

έχει φτάσει τώρα βράδυ

Όλοι έχουν κοιμηθεί

απ? την πολλή δουλειά ξεκουραστεί,

το πρωί όταν ξυπνήσουν

τη ρουτίνα τους θα ζήσουν

Μ.Χ.

«Η ομορφιά της ζωής»

Καλότυχοι οι ζωντανοί

που βλέπουν την ανατολή

Και ξεκινούν για τη δουλειά

έχοντας όνειρα πολλά

Το γαλάζιο του ουρανού

ξεπροβάλλει από παντού

Και ο ήλιος λαμπερός

ρίχνει άπλετο το φως.

Όμορφη είναι η ζωή?

να ήτανε παντοτινή!

Γ.Ο.

 «Χωρίς τίτλο»

Καλότυχοι οι ζωντανοί που

δεν σκέφτονται τις θλίψεις

δεν τους ενδιαφέρει το αύριο

δεν αγχώνονται για την ζωή τους

Καλότυχοι οι ζωντανοί που

έχουν καλή δουλειά

έχουν ένα σπίτι

έχουν τους δικούς τους ανθρώπους δίπλα τους

έχουν φίλους

έχουν ζωντάνια μέσα τους.

Χ.Ν.

«Ζωντανοί»

Καλότυχοι οι ζωντανοί

όσο και αν πονάνε

ψυχή και σώμα δίνουνε

σ? αυτούς που αγαπάνε

Καλότυχοι οι ζωντανοί

παλεύουν δεν λυγίζουν

αίμα και σώμα δίνουνε

και δεν πισωγυρίζουν

Σ.Ν.

«Ελπίδα»

Ο χρόνος κυλά και χάνεται

όταν το επιτρέψεις·

μα η ζωή θα μάχεται

αρκεί να το πιστέψεις

Χειμώνας ασήκωτος βαρύς

ψυχές θερμές παγώνει·

μα ο νους άτροφος σθεναρής

ζεστά τις εξυψώνει.

Η ελπίδα αγέρωχη άσβηστη

πάντα στο πλάι μένει

και πάντα φτάνει η άνοιξη

που η καρδιά προσμένει.

Κ.Κ.

«Lacta»

Πεινάω και τελείωσε

το φαί από το ψυγείο

γιατί, θεέ μου, έφυγα

νηστικός από το σχολείο;

Μην πω στην μάνα μου πεινώ

ορίστε και ένα μήλο

τρέχοντας εγώ κρυφά

στον σκύλο μου το δίνω

Τι θα γίνει με εμένα τελικά;

Πώς θα την εβγάλω;

Έχω και έξοδο μετά

και δεν ξέρω τι να βάλω!

Θέλοντας να γεμίσει

αυτή η παμπόνηρη κοιλιά,

που συνέχεια γουργουρά,

παίρνοντάς μου τα μυαλά

Απ? ό, τι όλα δείχνουν

την βγάζω με σοκολάτα

κερδίζοντας με το έργο μου

την υπέροχή μου Lacta.

Ι.Κ.

«Χωρίς τίτλο»

Κοιτάω τον ήλιο χωρίς γυαλιά

τυφλώνομαι και βλέπω

χορτάρια πολλά

μια γης χωρίς τσιμέντο

όμορφα παιδιά

αγάπης αναζήτηση

σε νου και σώματα.

Α.Τ.

«Χωρίς τίτλο»

Ζωντανοί νεκροί

κυκλοφορούν άνθρωποι σκυθρωποί

όλη μέρα ως την αυγή

σε τούτη την παλιοζωή

Στάζει φαρμάκι η χολή

μεσ? την ταλαίπωρη ζωή

χωρίς οίκτο και αφορμή

Σ.Κ.

 «Πόνος»

Το σούρουπό σαν σβήσει

η καρδιά μου θα μ? αφήσει

θα πετάξει μακριά μου

να σου φέρει τα φιλιά μου.

Μα εγώ θα την μισήσω

όπως μίσησα και εσένα

δεν φοβάμαι να το ξέρεις

τώρα πια δειλό κανέναν

Νόμιζες πως δεν θα αντέξω

την ζωή χωρίς εσένα;

μα ο πόνος με έχει μάθει

τώρα πια να ζω για ?μένα

Σ.Κ.

«Ο Έλληνας»

Έλληνα μου, Ελληνάρα,

δεν θέλω να μου αγχώνεσαι·

εγώ είμαι εδώ για εσένα

ποιος ο λόγος να καρφώνεσαι.

Με πονάει η κοιλιά μου

στον δάσκαλο εσύ θα πεις

και αυτός θα σε αφήσει

να κάνεις welcome και στην Greece.

Είδες για όλα έχω λύση

και γι? αυτό θα πας και εσύ στην Βίσση.

Χόρεψε, Ελληνάρα, χόρεψε

η ζωή είναι γλυκιά

και μόνο με γέλιο και χαρά

θα περάσουμε καλά

Αφού σε βλέπω

είσαι μέσα στην τρέλα

έλα, λοιπόν να κάνουμε

και μια τρελή παρέα!

Φ.Κ.

«Χωρίς τίτλο»

Κάθε παραμύθι έχει ένα τέλος

αλλά στη ζωή τέλος

είναι μια καινούρια αρχή.

Κάθε θάνατος έχει ένα τέλος

αλλά και κάθε αγάπη

έχει μια καινούρια αρχή

Ι.Τ.

«Χωρίς τίτλο»

Καλότυχοι οι μαθητές που δεν διαβάζουν

ούτε τον Όμηρο ούτε τον Μαβίλη

Μα όσο κι αν δεν τους λείπει το γέλιο από τα χείλη

οι καθηγητές σκέτο βασανιστήρι

Καλότυχοι οι ζωντανοί που δεν ξεχνάνε την ομορφάδα της ζωής

Όταν ο ήλιος βγαίνει

την άνοιξη που όλη η φύση ανασταίνει

να τους θαυμάζεις γιατί οι ψυχές τους τραγουδάνε.

 Α.Π.

«Εθισμός»

Η παρουσία της διακριτική

οι σκέψεις της φυλακισμένες.

Σε ένα μυαλό όμορφο

που σάπιζε με τις μέρες

Προσπάθησε να κρυφτεί

μα τα μάτια της την πρόδωσαν

καθώς στον ήλιο από κονφετί

χρυσαφί γινόντουσαν

Και πιο λαμπερά

από κάθε ηλιαχτίδα πάνω τους

φαινόντουσαν, σε μάγευαν

σε τράβαγαν κι εκεί χανόσουν

Ξέχναγες κάθε έγνοια και ένα

με αυτή γινόσουν

Μύριζε σαν ασφάλεια και σπίτι

μυρωδιά εθιστική

Και αυτή μοναχική σαν φθινοπωρινό

σπουργίτι, που κόρα πρόσφερε

όταν κανείς άλλος δεν μπορούσε, καθώς

με ένα χαμόγελο και ματιά γεμάτη

αγάπη σε κοιτούσε.

Σ.Π.

«Χωρίς τίτλο»

Τα δέντρα, με τα πρώτα κρύα, φεύγουν σκυφτά στον άνεμο.

Το βράδυ ο ουρανός γίνεται μια μεγάλη κλεισμένη τζαμόπορτα.

Εκεί μέσα πολλοί κουβεντιάζουν σιγανά και καπνίζουν, γιατί βλέπουμε χνωτισμένα τζάμια όπου αναβοσβήνουν κάτι ασήμαντες λάμψεις.

Πότε πότε κάποιος πετούσε το τσιγάρο του και εμείς μαζεύαμε τα δάχτυλά μας να μην καούμε.

Κανένας μας δεν είχε πια λίγο χώμα δικό του· Ένα στρέμμα χωράφι ή έναν τάφο.

  Α.Λ.